- ψυχοποιός
- -όν, Ααυτός που δημιουργεί ψυχές ή ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοποιός — making souls masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοποιόν — ψυχοποιός making souls masc/fem acc sg ψυχοποιός making souls neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοποιούς — ψυχοποιός making souls masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοποιά — ψυχοποιός making souls neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ψυχοποιΐα — ἡ, Α [ψυχοποιός] γέννηση ή δημιουργία τής ψυχής … Dictionary of Greek